αποδοκιμαστικός

αποδοκιμαστικός
-ή, -ό (AM ἀποδοκιμαστικός, -ή, -όν)
αυτός που εκφράζει αποδοκιμασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποδοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός με τον οποίο εκφράζεται η αποδοκιμασία: Όταν ακούστηκαν οι πρώτες αποδοκιμαστικές κραυγές αρκετοί φοβήθηκαν και έφυγαν από τη συγκέντρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδοκιμαστικήν — ἀποδοκιμαστικός rejecting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδικαστικός — ή, ό (Α καταδικαστικός, ή, όν) [καταδικαστής] αυτός που καταδικάζει, αυτός που συνεπάγεται καταδίκη («καταδικαστική απόφαση») νεοελλ. αποδοκιμαστικός, επικριτικός …   Dictionary of Greek

  • παρατηρητικός — ή, ό / παρατηρητικός, ή, όν, ΝΑ [παρατηρητής]· αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός νεοελλ. αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”